- χαροποιεῖ
- χαροποιέωmake joyfulpres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)χαροποιέωmake joyfulpres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κακόχαρτος — κακόχαρτος, ον (Α) αυτός που χαίρεται για τις ξένες συμφορές, χαιρέκακος («Ἔρις κακόχαρτος», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + χαρτός «αυτός που χαροποιεί» (< χαίρω)] … Dictionary of Greek
ξυνοχαρής — ξυνοχαρής, ές (Α) (για τον Απόλλωνα) αυτός που χαροποιεί τους πάντες εξίσου ή, κατά διάφορη ερμηνεία, αυτός που χαίρεται μαζί με όλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός «κοινός» + χαρής (< χαίρω), πρβλ. μικρο χαρής] … Dictionary of Greek
παγχαρής — παγχαρής, ές (Α) 1. αυτός που χαροποιεί, που ευφραίνει τους πάντες και τα πάντα 2. γεμάτος από χαρά, αυτός που χαίρει, που ευφραίνεται υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + χαρής (< χαίρω / χαίρομαι)] … Dictionary of Greek